- στρατολογούμαι
- στρατολογούμαι, στρατολογήθηκα, στρατολογημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… … Dictionary of Greek
συστρατολογώ — έω, Μ [στρατολογῶ] (το μέσ.) συστρατολογοῡμαι, έομαι στρατολογούμαι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek